- τιμοῦς
- τῑμοῦς, οῦσσα, οῦν,A high-priced, [comp] Comp.
τιμούστερος IPE12.32A61
(Olbia, iii B.C.): acc. pl. τιμοῦντας glossed τιμίους ὄντας in Hsch., as if a participle.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τιμούστερος IPE12.32A61
(Olbia, iii B.C.): acc. pl. τιμοῦντας glossed τιμίους ὄντας in Hsch., as if a participle.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τιμούς — οῡσα και οῡσσα, οῡν και άχρ. ασυναίρετος τ. τιμόεις, εσσα, εν, Α αυτός που έχει μεγάλη τιμή, ακριβός («προδήλου δὲ ὄντος ἔσεσθαι τιμουστέρου [τοῡ σίτου]», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῖμος + κατάλ. όεις / οῦς (βλ. λ. όεις)] … Dictionary of Greek
Τιμοῦς — Τιμώ fem nom/voc pl Τιμώ fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμοῦς — τιμόω pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμόεις — εσσα, εν, Α (ασυναίρ. τ.) βλ. τιμοῡς … Dictionary of Greek